κατοψομένους

κατοψομένους
καθοράω
look down
fut part mid masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”